φρικιάζω

φρικιάζω
φρίκιασα, αμτβ.
1. αισθάνομαι φρικίαση, με πιάνει ρίγος (εξαιτίας πυρετού, φόβου, χαράς κτλ.), ανατριχιάζω.
2. αισθάνομαι φρίκη, νιώθω αποτροπιασμό, φρίττω, σηκώνεται το πετσί μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φρικιάζω — φρικιάζω, φρικίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φρικιάζω — Ν φρικιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρικιῶ, κατά τα ρ. σε ιάζω] …   Dictionary of Greek

  • φρίκιασμα — και φρικίασμα, το, Ν [φρικιάζω] φρικίαση …   Dictionary of Greek

  • φρικιαστικός — ή, ό, Ν [φρικιάζω] αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικαλέος («φρικιαστικό θέαμα»). επίρρ... φρικιαστικώς και φρικιαστικά κατά τρόπο φρικιαστικό, φρικαλέως …   Dictionary of Greek

  • φρίττω — έφριξα 1. αμτβ., αισθάνομαι φρικίαση, με πιάνει ρίγος (από πυρετό, φόβο, συγκίνηση), φρικιάζω, ανατριχιάζω. 2. αισθάνομαι φρίκη, αηδιάζω, εκπλήσσομαι με αποτροπιασμό ή φόβο, σηκώνεται το πετσί μου: Έφριξε σαν τ άκουσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”